αεροναυαγοσωστικό

αεροναυαγοσωστικό
το (Αεροπ.)
κατάλληλα εξοπλισμένο αεροσκάφος που χρησιμοποιείται: 1) για να επισημάνει ναυαγούς και να ειδοποιήσει τα αρμόδια συνεργεία για την παραλαβή τους και 2) για να τούς εφοδιάσει με τα απαιτούμενα μέσα διασώσεως (βάρκες, σωσίβια κ.λπ.) ή και, αν είναι ειδικά εξοπλισμένο, να τούς ανασύρει από τη θάλασσα και να τούς προσφέρει τις πρώτες βοήθειες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αεροναυαγοσωστικός — ή, ό 1. ο σχετικός με τη διάσωση τών αεροναυαγών 2. το ουδ. ως ουσ. το αεροναυαγοσωστικό*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αεροναυαγός + σωστικός < σώζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”